Σαν σήμερα 6 Μαρτίου του 1910, αιματηρά επεισόδια ξεκίνησαν από το χωριό Κιλελέρ και εξαπλώθηκαν σε άλλες πόλεις της Θεσσαλίας, και αποτέλεσαν την κορυφαία εξέγερση της ελληνικής αγροτιάς ενάντια στην εκμετάλλευση των τσιφλικάδων. Μία εξέγερση που προκάλεσε τη συμπάθεια όλου του λαού και οδήγησε σταδιακά στη λύση του αγροτικού ζητήματος.
Ήταν Σάββατο, πριν καλά καλά ξημερώσει, οι κολίγοι ή δουλοπάροικοι δηλαδή αυτοί καλλιεργούσαν χωράφια αλλά έπερναν τη μισή σοδειά και χρεωνόταν όλα τα έξοδα, ξεκίνησαν απ’ άκρη σ’ άκρη της θεσσαλικής γης, με μαύρες και κόκκινες σημαίες, έχοντας ως προορισμό το μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας. Πρώτοι μπήκαν στην πόλη οι κολίγοι του Δήμου Κρανώνος. Ακολούθησαν οι κολίγοι από τους Δήμους Συκουρίου και Ογχήστου και κατόπιν από άλλα χωριά, χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερα προβλήματα, αν και ο στρατός είχε κινητοποιηθεί από τα μεσάνυχτα, ενώ οι αρχές της πόλης στο σύνολό τους βρίσκονταν επί ποδός πολέμου. Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών της Λάρισας θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο, το οποίο και περίμεναν από πολύ νωρίς στο σταθμό του Κιλελέρ σημερινή Κυψέλη και του Τσουλάρ σημερινή Μελία. Κιλελέρ και Τσουλάρ είναι τα τούρκικα ονόματα που ακόμα έχει χωριά που εκεί στη Θεσσαλία αν δεν τα πείς με το Τούρκικο όνομα δεν τα ξέρουν. Κι ενώ οι χωρικοί αποφάσιζαν να διαδηλώσουν ειρηνικά, λίγες ημέρες πριν, οι εφημερίδες της Αθήνας προετοίμαζαν πολεμικό κλίμα. Στη Λάρισα, μαζεύτηκε πλήθος λαού κι οι αγρότες των απομακρυσμένων περιοχών κατέβαιναν τραγουδώντας προς τους σταθμούς του τρένου. Σε λίγο η εικόνα θα άλλαζε εντελώς. Στο Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο για να πάνε στη Λάρισα χωρίς να βγάλουν εισιτήριο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι ύστερα από διαταγή του διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων, που έτυχε να ταξιδεύει με κείνη την αμαξοστοιχία τους ζήτησαν να αποβιβαστούν. Η αποβίβαση έγινε χωρίς αντίσταση. Αλλά ο διευθυντής θέλησε να δώσει και συνέχεια βρίζοντας χυδαία τους κολίγους που του ανταπάντησαν με γιουχαΐσματα, ενώ ορισμένοι άρχισαν να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Τα αίματα άναψαν, οι βρισιές από μέρους του διευθυντή συνεχίστηκαν κι οι κολίγοι αγρίεψαν. Τότε εκείνος ζήτησε από τον αξιωματικό στρατιωτικής δύναμης, που βρισκόταν στο τρένο και πήγαινε στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, να αντιμετωπίσει ένοπλα τους αγρότες. Ο καραβανάς υπάκουσε. Διέταξε ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν το πλήθος. Δύο από τους αγρότες, ο Αθ. Νταφούλης και ο Αθ. Μπόκας έπεσαν νεκροί. Πολλοί αγρότες πληγώθηκαν. Το αίμα έβαψε τον κάμπο. Το τρένο κουτσά στραβά έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου κι εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι κολίγοι για το συλλαλητήριο, αλλά δε σταμάτησε να τους πάρει. Νέα ένταση. Η οργή των κολίγων στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες ξαπλώνονται στη γη και πολλοί άλλοι τραυματίζονται. Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι σκλάβοι της γης διαμαρτύρονται, φωνάζουν εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες βγαίνουν νικητές. Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος, βλέποντας πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών, ύστερα από πολλή ώρα μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ. Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910 η κυβέρνηση Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Οι κατηγορούμενοι, όμως, αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε χαμένος. Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη την Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να δημοσιεύσει διάταγμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
